- καλόθελος
- -η, -ο (Μ καλόθελος, -ος και -η, -ο(ν)(για πρόσ.) καλοπροαίρετος, καλόγνωμος, καλής προθέσεως, αγαθός («πᾱσα ψυχή καλόθελη», Λίβ. και Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καλοθελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.